κιουρί

κιουρί
Μονάδα μέτρησης της δραστηριότητας των ραδιενεργών σωμάτων (σύμβολο c), που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της Μαρίας Κιουρί (βλ. λ. Κιουρί, Πιερ και Μαρί). Αρχικά (παλιό κ., σύμβολο C), αντιστοιχούσε στη δραστηριότητα ενός γραμμαρίου ραδίου, ίση προς 3,7 x 1010 διασπάσεις στο δευτερόλεπτο. Ακολούθως (1951), ο ορισμός γενικεύτηκε ως εξής: μια ραδιενεργός ουσία έχει ένταση ραδιενέργειας ίση με 1 κ. (νέο σύμβολο c), εάν συμβαίνουν σε αυτή 3,7 x 1010 διασπάσεις πυρήνων το δευτερόλεπτο. Τα υποπολλαπλάσια είναι το μιλικιουρί (mc), ίσο προς ένα χιλιοστό του κ., και το μικροκιουρί (Mc), ίσο προς ένα εκατομμυριοστό του κ. Οι δόσεις των ραδιενεργών ισοτόπων που χρησιμοποιούνται στις θεραπείες είναι της τάξης των μιλικιουρί.
* * *
το
φυσ. μονάδα ραδιενέργειας η ονομασία τής οποίας δόθηκε προς τιμήν τής φυσικοχημικού Μαρί Κιουρί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κιουρί, Πιέρ και Μαρί — (Pierre Curie, Παρίσι 1859 – 1906· Marie Curie, Βαρσοβία 1867 – Σανσελέμος, Σαβοΐα 1934). Ζευγάρι Γάλλων επιστημόνων, η φήμη των οποίων συνδέθηκε ιδιαίτερα με την ανακάλυψη του ραδίου και τις θεμελιώδεις μελέτες για τη ραδιενέργεια. Ο Πιερ Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Ζολιό-Κιουρί — (Joliot Curie). Γάλλοι πυρηνικοί φυσικοί, που η φήμη τους συνδέεται κυρίως με την ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. 1. Ζαν Φρεντερίκ (Παρίσι 1900 – 1958). Σπούδασε στη σχολή φυσικής και εφαρμοσμένης χημείας του Παρισιού με καθηγητή τον Πιερ… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • πολώνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Po. Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 84, ατομικό βάρος 210 και δεκατρία ραδιενεργά ισότοπα, από αριθμό μάζας 206 έως 218, σχεδόν όλα με βραχείες… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοθεραπεία — Η χρησιμοποίηση της ακτινοβολίας των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας από τους Γάλλους φυσικούς Μπεκερέλ και Κιουρί, διαπιστώθηκε και η βιολογική ενέργεια της. Το 1901… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροηλεκτρισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα μερικών κρυσταλλικών διηλεκτρικών υλικών να παρουσιάζουν μια αυτόματη πόλωση, η οποία μπορεί να αλλάζει σημείο, εξαιτίας της δράσης ενός ηλεκτρικού πεδίου που εφαρμόζεται εξωτερικά. Η αυτόματη πόλωση μειώνεται με την… …   Dictionary of Greek

  • Σωματίδια του πυρήνα — Οι πρώτες ενδείξεις της πολυπλοκότητας του ατομικού πυρήνα προήρθαν από τη μελέτη της ραδιενέργειας*κατά το τέλος του περασμένου αιώνα, αλλά μόνο με την πειραματική εργασία του Μόσλεϋ* (1913 1914) επιβεβαιώθηκε ότι οι πυρήνες αποτελούνται από σ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”